- καλοθάλασσος
- η , ο устойчивый (о судне)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοθάλασσος — η, ο (για πλοίο) αυτό που αντέχει στη θαλασσοταραχή, που δεν κλυδωνίζεται, καλοτάξιδος, ευσταθής … Dictionary of Greek
καλοθάλασσος, -η — ο αυτός που αντέχει στη θαλασσοταραχή, καλοτάξιδος: Το πλοίο αυτό είναι καλοθάλασσο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek